- σελαχώδης
- -ῶδες, Α [σέλαχος (ΙΙ)]1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών σελαχών2. όμοιος με σέλαχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελαχώδης — of masc/fem acc pl (attic epic doric) σελαχώδης of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σελαχώδης of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαχώδη — σελαχώδης of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σελαχώδης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σελαχώδης of masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαχῶδες — σελαχώδης of masc/fem voc sg σελαχώδης of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαχώδεις — σελαχώδης of masc/fem acc pl σελαχώδης of masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαχωδῶν — σελαχώδης of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαχώδεσι — σελαχώδης of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαχώδεσιν — σελαχώδης of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεώβατος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. λεωφόρος, οδός 2. «ἰχθὒς σελαχώδης». [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< λεω (βλ. λαο ) + βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό βατος με τη σημ. 2 η λ. είναι πιθ. άλλος τ. τού λειόβατος, είδος ιχθύος] … Dictionary of Greek